προμηθούμαι

προμηθούμαι
-έομαι, και μτγν
τ. προμηθῶ, -έω, Α [προμηθής]
1. φροντίζω, προνοώ για κάποιον ή για κάτι εκ τών προτέρων («προμηθεόμενος σέο μὴ πλήξω», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμηθοῦμαι — προμηθέομαι to be pres ind mp 1st sg (attic epic doric) προμηθέομαι to be pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρομήθητος — ἀπρομήθητος, ον (Α) [προμηθούμαι] απρόβλεπτος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek

  • συμπρομηθούμαι — έομαι, Α προβλέπω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προμηθοῦμαι «προβλέπω, προνοώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”